- λασιότριχος
- λᾰσῐό-τρῐχος, ον,A = λασιόθριξ, Opp.C.1.474.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λασιότριχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιότριχος — η, ο (Α λασιότριχος, ον) βλ. λασιόθριξ … Dictionary of Greek
λασιότριχον — λασιότριχος masc/fem acc sg λασιότριχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιότριχα — λασιότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιότριχε — λασιότριχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιότριχοι — λασιότριχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… … Dictionary of Greek